-
1 προ
πρόθ. I με γεν.1) (при обознач, места) перед;προ της οικίας — перед домом;
2) перед лицом (кого-чего-л.);προ του κινδύνου — перед лицом опасности;
προ τετελεσμένου γεγονότος — перед свершившимся фактом;
3) во имя чего-л., ради;προ του συμφέροντος — во имя своих интересов, ради своих интересов;
II με γεν., αιτιατ. (при обознач, времени) перед, до;(γεν.) προ
τού δείπνου — перед ужином;προ του πολέμου — до войны;
προ μεσημβρίας — до полудня;
στίς ένδεκα προ μεσημβρίας — в одиннадцать часов утра;
(αίτιατ.)
προ δέκα μέρες έφυγε — он уехал десять дней тому назад;§ προ καί μετά — до и после;
προ Χρίστου — до нашей эры;
προ πολλού — давно;
προ τίνος — или προ ολίγου — недавно;
προ πάντων — или προ παντός — особенно, в особенности; — главным образом; — больше всего, прежде всего;
αγαπώ τα φρούτα και προ πάντων το πεπόνι — я люблю фрукты и больше всего дыню;
προ παντός πρόσεχε μην πέσεις — прежде всего смотри не упади;
έχω προ οφθαλμών — иметь в виду
-
2 διακόσ(ι)α
το αριθ. άκλ.1) двести (число);μέτρησε μέχρι τού διακόσ(ι)α — сосчитай до двухсот;
2) двухсотый год;εν ετει διακόσ(ι)α ( — или τό διακόσ(ι)α) προ Χρίστου — в двухсотом году до нашей эры
-
3 διακόσ(ι)α
το αριθ. άκλ.1) двести (число);μέτρησε μέχρι τού διακόσ(ι)α — сосчитай до двухсот;
2) двухсотый год;εν ετει διακόσ(ι)α ( — или τό διακόσ(ι)α) προ Χρίστου — в двухсотом году до нашей эры
-
4 εκατόν
αριθ. см. εκατό;τω εκατόν προ Χριστού — в сотом году до нишей эры;
(επί) τοίς εκατόν — в процентах;
δώδεκα τοίς εκατόν — двенадцать процентов
-
5 Χριστός
Χριστός οХристос, Господь Иисус Христос. Слово «χριστός» означает «помазанник». Оно придается в Священном Писании царям, пророкам и первосвященникам. В израильском народе существовал обычай помазывания царей, пророков и священников при их вступлении в должность, и они назывались христами. Этим помазанием означалось дарование и правление Духа Святого на них опочивающее, как и сказано о Господе нашем Иисусе Христе (Деян. 4, 10; Лк. 4, 18). Имя «Христос» принадлежит Господу Иисусу по всем трем достоинствам: царскому, первосвященническому и пророческому;ΦΡ.προ Χριστού — до Рождества Христова (до Р.Х.)μετά Χριστόν — от Рождества Христова (от Р.Х.)Этим.Χριστός – перевод с еврейского Masiah «Мессия», см. Μεσσίας
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek